- μεγαλανορία
- μεγᾰλᾱνορία1 ambitious action
ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.44
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.44
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεγαλανορία — μεγαλανορία, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μεγαληνορία … Dictionary of Greek
μεγαληνορία — μεγαληνορία, δωρ. τ. μεγαλανορία, ἡ (Α) [μεγαλήνωρ] 1. μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία 2. περηφάνια … Dictionary of Greek